ανάλημμα

ανάλημμα
το
(προθετ. ανά = πάνω + λαμβάνω = κρατώ), -ατος, τοίχος ψηλός και στερεός για συγκράτηση χωμάτων κτλ. και ιδιαίτερα των δύο πλάγιων άκρων του ημικύκλιου θεάτρων ή σταδίων: Στο διονυσιακό θέατρο της Αθήνας υπήρχαν αναλήμματα και στα δυο πλάγια άκρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνάλημμα — that which is used for repairing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… …   Dictionary of Greek

  • ἀναλημμάτων — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλήμμασι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλήμμασιν — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλήμματα — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλήμματι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλήμματος — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλημματικός — ή, ό [ανάλημμα] ο σχετικός με το ανάλημμα …   Dictionary of Greek

  • Аналемма — Пример аналеммы, вид из северного полушария. Даты указывают на соответствующие позиции Солнца. Аналемма (греч …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”