ἀνάλημμα — that which is used for repairing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… … Dictionary of Greek
ἀναλημμάτων — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμμασι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμμασιν — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματα — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματι — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλήμματος — ἀνάλημμα that which is used for repairing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλημματικός — ή, ό [ανάλημμα] ο σχετικός με το ανάλημμα … Dictionary of Greek
Аналемма — Пример аналеммы, вид из северного полушария. Даты указывают на соответствующие позиции Солнца. Аналемма (греч … Википедия